- εὔπρυμνοι
- εὔπρυμνοςwith goodly sternmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύπρυμνος — εὔπρυμνος, ον (Α) με ωραία πρύμνη («νῆες... εὔπρυμνοι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρυμνός «πρύμνη»] … Dictionary of Greek